αδιόριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιόριστος | η | αδιόριστη | το | αδιόριστο |
| γενική | του | αδιόριστου | της | αδιόριστης | του | αδιόριστου |
| αιτιατική | τον | αδιόριστο | την | αδιόριστη | το | αδιόριστο |
| κλητική | αδιόριστε | αδιόριστη | αδιόριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιόριστοι | οι | αδιόριστες | τα | αδιόριστα |
| γενική | των | αδιόριστων | των | αδιόριστων | των | αδιόριστων |
| αιτιατική | τους | αδιόριστους | τις | αδιόριστες | τα | αδιόριστα |
| κλητική | αδιόριστοι | αδιόριστες | αδιόριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδιόριστος, -η, -ο
- που διαθέτει τα τυπικά προσόντα για να διοριστεί σε κάποια θέση του δημοσίου αλλά δεν έχει διοριστεί ακόμη
- οι αδιόριστοι καθηγητές πληροφορικής έκαναν παράσταση στο υπουργείο παιδείας
Μεταφράσεις
αδιόριστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.