αδαμαντόδετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδαμαντόδετος | η | αδαμαντόδετη | το | αδαμαντόδετο |
| γενική | του | αδαμαντόδετου | της | αδαμαντόδετης | του | αδαμαντόδετου |
| αιτιατική | τον | αδαμαντόδετο | την | αδαμαντόδετη | το | αδαμαντόδετο |
| κλητική | αδαμαντόδετε | αδαμαντόδετη | αδαμαντόδετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδαμαντόδετοι | οι | αδαμαντόδετες | τα | αδαμαντόδετα |
| γενική | των | αδαμαντόδετων | των | αδαμαντόδετων | των | αδαμαντόδετων |
| αιτιατική | τους | αδαμαντόδετους | τις | αδαμαντόδετες | τα | αδαμαντόδετα |
| κλητική | αδαμαντόδετοι | αδαμαντόδετες | αδαμαντόδετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αδαμαντόδετος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.