αδαμαντοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδαμαντοπώλης οι αδαμαντοπώλες
      γενική του αδαμαντοπώλη των αδαμαντοπωλών
    αιτιατική τον αδαμαντοπώλη τους αδαμαντοπώλες
     κλητική αδαμαντοπώλη αδαμαντοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδαμαντοπώλης < αδάμαντας, αδαμαντ- + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

αδαμαντοπώλης αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.