αδαμαντοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αδαμαντοπώλης | οι | αδαμαντοπώλες |
| γενική | του | αδαμαντοπώλη | των | αδαμαντοπωλών |
| αιτιατική | τον | αδαμαντοπώλη | τους | αδαμαντοπώλες |
| κλητική | αδαμαντοπώλη | αδαμαντοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αδαμαντοπώλης αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πωλητής διαμαντιών ή πολύτιμων λίθων σε αδαμαντοπωλείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.