αδαμαντοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδαμαντοπωλείο | τα | αδαμαντοπωλεία |
| γενική | του | αδαμαντοπωλείου | των | αδαμαντοπωλείων |
| αιτιατική | το | αδαμαντοπωλείο | τα | αδαμαντοπωλεία |
| κλητική | αδαμαντοπωλείο | αδαμαντοπωλεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.