αγωνοδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωνοδίκης οι αγωνοδίκες
      γενική του αγωνοδίκη των αγωνοδικών
    αιτιατική τον αγωνοδίκη τους αγωνοδίκες
     κλητική αγωνοδίκη αγωνοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγωνοδίκης < αρχαία ελληνική ἀγωνοδίκης < ἀγών + -δίκης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣo.noˈði.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγωνοδίκης

Ουσιαστικό

αγωνοδίκης αρσενικό

  • (αθλητισμός) το μέλος μιας επιτροπής που έχει τη γενική εποπτεία ενός αγώνα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.