αγροτοσυνδικαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγροτοσυνδικαλιστικός | η | αγροτοσυνδικαλιστική | το | αγροτοσυνδικαλιστικό |
| γενική | του | αγροτοσυνδικαλιστικού | της | αγροτοσυνδικαλιστικής | του | αγροτοσυνδικαλιστικού |
| αιτιατική | τον | αγροτοσυνδικαλιστικό | την | αγροτοσυνδικαλιστική | το | αγροτοσυνδικαλιστικό |
| κλητική | αγροτοσυνδικαλιστικέ | αγροτοσυνδικαλιστική | αγροτοσυνδικαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγροτοσυνδικαλιστικοί | οι | αγροτοσυνδικαλιστικές | τα | αγροτοσυνδικαλιστικά |
| γενική | των | αγροτοσυνδικαλιστικών | των | αγροτοσυνδικαλιστικών | των | αγροτοσυνδικαλιστικών |
| αιτιατική | τους | αγροτοσυνδικαλιστικούς | τις | αγροτοσυνδικαλιστικές | τα | αγροτοσυνδικαλιστικά |
| κλητική | αγροτοσυνδικαλιστικοί | αγροτοσυνδικαλιστικές | αγροτοσυνδικαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγροτοσυνδικαλιστικός < αγροτοσυνδικαλιστ(ής) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.sin.ði.ka.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐το‐συν‐δι‐κα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο
αγροτοσυνδικαλιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με τον αγροτοσυνδικαλιστή
- ※ Στην περιοχή της πεδινής Ηλείας και της Αχαΐας από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αναπτυχθεί ένα ιδιότυπο αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα. (Μουσείο μνήμης στο σπίτι του Μπελογιάννη, Εφημερίδα των Συντακτών, 27 Μαρτίου 2017)
Μεταφράσεις
αγροτοσυνδικαλιστικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.