αγροτοδιατροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγροτοδιατροφικός | η | αγροτοδιατροφική | το | αγροτοδιατροφικό |
| γενική | του | αγροτοδιατροφικού | της | αγροτοδιατροφικής | του | αγροτοδιατροφικού |
| αιτιατική | τον | αγροτοδιατροφικό | την | αγροτοδιατροφική | το | αγροτοδιατροφικό |
| κλητική | αγροτοδιατροφικέ | αγροτοδιατροφική | αγροτοδιατροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγροτοδιατροφικοί | οι | αγροτοδιατροφικές | τα | αγροτοδιατροφικά |
| γενική | των | αγροτοδιατροφικών | των | αγροτοδιατροφικών | των | αγροτοδιατροφικών |
| αιτιατική | τους | αγροτοδιατροφικούς | τις | αγροτοδιατροφικές | τα | αγροτοδιατροφικά |
| κλητική | αγροτοδιατροφικοί | αγροτοδιατροφικές | αγροτοδιατροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγροτοδιατροφικός < αγροτο- + διατροφικός
Μεταφράσεις
αγροτοδιατροφικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.