αγορήσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγορήσιος | η | αγορήσια | το | αγορήσιο |
| γενική | του | αγορήσιου | της | αγορήσιας | του | αγορήσιου |
| αιτιατική | τον | αγορήσιο | την | αγορήσια | το | αγορήσιο |
| κλητική | αγορήσιε | αγορήσια | αγορήσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγορήσιοι | οι | αγορήσιες | τα | αγορήσια |
| γενική | των | αγορήσιων | των | αγορήσιων | των | αγορήσιων |
| αιτιατική | τους | αγορήσιους | τις | αγορήσιες | τα | αγορήσια |
| κλητική | αγορήσιοι | αγορήσιες | αγορήσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγορήσιος < αγόρι + -ήσιος
Μεταφράσεις
αγορήσιος
|
Πηγές
- αγορήσιος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.