αγκούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκούσα οι αγκούσες
      γενική της αγκούσας
    αιτιατική την αγκούσα τις αγκούσες
     κλητική αγκούσα αγκούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκούσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκούσα < βενετική angossa με τροπή [o] > [u] με την επίδραση του [g] [1] < λατινική angustia (στενό πέρασμα). Δεν είναι πιθανή η σύνδεση με την αρχαία μετοχή ὀγκοῦσα < ὀγκόω. [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκούσα

Ουσιαστικό

αγκούσα θηλυκό

  • η δυσκολία αναπνοής , η δυσφορία λόγω ανεπάρκειας αέρα κατά την αναπνοή
  • η αίσθηση πνιγμού, πνιγμονή
  • επικίνδυνο αέριο ορυχείου ή πηγαδιού
  • έλλειψη οξυγόνου σε πηγάδι ή σπήλαιο

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • αγκούσεμα
  • αγκουσευτά
  • αγκουσομανάω / αγκουσομανώ, αγκουσομανιέμαι
  • παραγκουσεύω
  • περσαγκουσεύω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγκούσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.