αγκιστροειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκιστροειδής η αγκιστροειδής το αγκιστροειδές
      γενική του αγκιστροειδούς* της αγκιστροειδούς του αγκιστροειδούς
    αιτιατική τον αγκιστροειδή την αγκιστροειδή το αγκιστροειδές
     κλητική αγκιστροειδή(ς) αγκιστροειδής αγκιστροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκιστροειδείς οι αγκιστροειδείς τα αγκιστροειδή
      γενική των αγκιστροειδών των αγκιστροειδών των αγκιστροειδών
    αιτιατική τους αγκιστροειδείς τις αγκιστροειδείς τα αγκιστροειδή
     κλητική αγκιστροειδείς αγκιστροειδείς αγκιστροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγκιστροειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγκιστροειδής < ἄγκιστρ(ον) + -ο- + -ειδής

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.stɾo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκιστροειδής

Επίθετο

αγκιστροειδής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.