αγκαθότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγκαθότοπος | οι | αγκαθότοποι |
| γενική | του | αγκαθότοπου | των | αγκαθότοπων |
| αιτιατική | τον | αγκαθότοπο | τους | αγκαθότοπους |
| κλητική | αγκαθότοπε | αγκαθότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.gaˈθo.to.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκα‐θό‐το‐πος
Συνώνυμα
- αγκαθοτόπι
- αγκαθιώνας
Μεταφράσεις
αγκαθότοπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.