αγιορειτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιορειτικός η αγιορειτική το αγιορειτικό
      γενική του αγιορειτικού της αγιορειτικής του αγιορειτικού
    αιτιατική τον αγιορειτικό την αγιορειτική το αγιορειτικό
     κλητική αγιορειτικέ αγιορειτική αγιορειτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιορειτικοί οι αγιορειτικές τα αγιορειτικά
      γενική των αγιορειτικών των αγιορειτικών των αγιορειτικών
    αιτιατική τους αγιορειτικούς τις αγιορειτικές τα αγιορειτικά
     κλητική αγιορειτικοί αγιορειτικές αγιορειτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ʝi.o.ɾi.tiˈkos/ συγκρίνετε με το αγιορείτικος
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγιορειτικός

Επίθετο

αγιορειτικός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.