αγγελολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγγελολογία | οι | αγγελολογίες |
| γενική | της | αγγελολογίας | των | αγγελολογιών |
| αιτιατική | την | αγγελολογία | τις | αγγελολογίες |
| κλητική | αγγελολογία | αγγελολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
αγγελολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.