ἀγγαρεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγγαρεύω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < ανατολικής προέλευσης → δείτε περισσότερα στο ἄγγαρος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: αγγαρεύω
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀγγαρεύω | ---- |
| Παρατατικός | ἠγγάρευον | ---- |
| Μέλλοντας | ἀγγαρεύσω | ---- |
| Αόριστος | ἠγγάρευσα | ----- |
| Παρακείμενος | ---- | ---- |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Συνώνυμα
- ἀγγέλλω
- ἀπαγγέλω
Παράγωγα
- ἀγγαρεία
- ἀγγάρευμα
- ἀγγαρήιον
Σύνθετα
- συναγγαρεύω
- επαγγαρεύω
Πηγές
- ἀγγαρεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγγαρεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.