αγγαρειομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγαρειομάχος οι αγγαρειομάχοι
      γενική του αγγαρειομάχου των αγγαρειομάχων
    αιτιατική τον αγγαρειομάχο τους αγγαρειομάχους
     κλητική αγγαρειομάχε αγγαρειομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγαρειομάχος < αγγαρεί(α) (< (ελληνιστική κοινή) ἀγγαρεία < ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσικά < ακκαδικά) + -ο- + -μάχος

Ουσιαστικό

αγγαρειομάχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.