αγαπημός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγαπημός | οι | αγαπημοί |
| γενική | του | αγαπημού | των | αγαπημών |
| αιτιατική | τον | αγαπημό | τους | αγαπημούς |
| κλητική | αγαπημέ | αγαπημοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγαπημός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) η επαναφορά και αποκατάσταση των φιλικών και αγαπητικών σχέσεων
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγαπημός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.