αγανάχτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγανάχτηση οι αγαναχτήσεις
      γενική της αγανάχτησης των αγαναχτήσεων
    αιτιατική την αγανάχτηση τις αγαναχτήσεις
     κλητική αγανάχτηση αγαναχτήσεις
Δείτε και την κλίση στο αγανάκτηση.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγανάχτηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγανάχτηση < αρχαία ελληνική ἀγανάκτη(σις) + -ση και ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt].[1] Συγκρίνετε με το αγανάκτηση.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣaˈna.xti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγανάχτηση

Ουσιαστικό

αγανάχτηση θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.