αβούρκωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβούρκωτος η αβούρκωτη το αβούρκωτο
      γενική του αβούρκωτου της αβούρκωτης του αβούρκωτου
    αιτιατική τον αβούρκωτο την αβούρκωτη το αβούρκωτο
     κλητική αβούρκωτε αβούρκωτη αβούρκωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβούρκωτοι οι αβούρκωτες τα αβούρκωτα
      γενική των αβούρκωτων των αβούρκωτων των αβούρκωτων
    αιτιατική τους αβούρκωτους τις αβούρκωτες τα αβούρκωτα
     κλητική αβούρκωτοι αβούρκωτες αβούρκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβούρκωτος < α- + βουρκώνω + -τος

Επίθετο

αβούρκωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.