αβομβάρδιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβομβάρδιστος | η | αβομβάρδιστη | το | αβομβάρδιστο |
| γενική | του | αβομβάρδιστου | της | αβομβάρδιστης | του | αβομβάρδιστου |
| αιτιατική | τον | αβομβάρδιστο | την | αβομβάρδιστη | το | αβομβάρδιστο |
| κλητική | αβομβάρδιστε | αβομβάρδιστη | αβομβάρδιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβομβάρδιστοι | οι | αβομβάρδιστες | τα | αβομβάρδιστα |
| γενική | των | αβομβάρδιστων | των | αβομβάρδιστων | των | αβομβάρδιστων |
| αιτιατική | τους | αβομβάρδιστους | τις | αβομβάρδιστες | τα | αβομβάρδιστα |
| κλητική | αβομβάρδιστοι | αβομβάρδιστες | αβομβάρδιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβομβάρδιστος < α- στερητικό + βομβαρδίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Μεταφράσεις
αβομβάρδιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.