αβοκάντο
Νέα ελληνικά (el)

Kλαδί του αβοκάντο με ανώριμο καρπό.

Ένα αβοκάντο.
Ετυμολογία
- αβοκάντο < άμεσο δάνειο από την αγγλική avocado < ισπανική aguacate < νάουατλ ahuacatl
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.voˈka.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐κά‐ντο
Ουσιαστικό
αβοκάντο ουδέτερο άκλιτο
-
αβοκάντο στη Βικιπαίδεια

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αβοκάντο | τα | αβοκάντα |
| γενική | του | αβοκάντου | των | αβοκάντων |
| αιτιατική | το | αβοκάντο | τα | αβοκάντα |
| κλητική | αβοκάντο | αβοκάντα | ||
| Κανονικά, άκλιτο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σημειώσεις
- (λαϊκότροπο) κλιτό
- ※ Το χρυσό βραβείο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Καινοτόμων Προϊόντων Διατροφής ECOTROPHELIA 2017 απέσπασε η ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η ελληνική ομάδα, που προέρχεται από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρουσίασε το προϊόν «AVOYOG Smoothie Beverage», ένα λειτουργικό ρόφημα αβοκάντου και ορού στραγγιστού γιαουρτιού με πρεβιοτικά και αντιοξειδωτικά. (* εφημερίδα Καθημερινή)
- Τοποθετήστε τα αβοκάντα σας σε ένα μπολ μαζί με ένα κρεμμύδι. (*)
Μεταφράσεις
αβοκάντο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.