αβάζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβάζι τα αβάζια
      γενική του αβαζιού των αβαζιών
    αιτιατική το αβάζι τα αβάζια
     κλητική αβάζι αβάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική avaz + < περσική آواز (âvâz - φωνή, ήχος)

Ουσιαστικό

αβάζι ουδέτερο

(παρωχημένο)
  1. φωνή
  2. κραυγή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.