αβάζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβάζος οι αβάζοι
      γενική του αβάζου των αβάζων
    αιτιατική τον αβάζο τους αβάζους
     κλητική αβάζε αβάζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβάζος < αβάζ(ι) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈva.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβάζος

Επίθετο

αβάζος αρσενικό

  • αυτός που έχει δυνατή φωνή ή που φωνάζει πολύ

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.