αγριοκάτσικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοκάτσικο τα αγριοκάτσικα
      γενική του αγριοκάτσικου των αγριοκάτσικων
    αιτιατική το αγριοκάτσικο τα αγριοκάτσικα
     κλητική αγριοκάτσικο αγριοκάτσικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοκάτσικο < σύνθετη λέξη: αγριο- (άγριος) + -κάτσικο (κατσίκι)

Ουσιαστικό

αγριοκάτσικο ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) ο αίγαγρος, το άγριο κατσίκι
  2. (μεταφορικά) ακοινώνητος ή ασυμβίβαστος άνθρωπος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.