ίσαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ίσαλος | η | ίσαλη | το | ίσαλο |
| γενική | του | ίσαλου | της | ίσαλης | του | ίσαλου |
| αιτιατική | τον | ίσαλο | την | ίσαλη | το | ίσαλο |
| κλητική | ίσαλε | ίσαλη | ίσαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ίσαλοι | οι | ίσαλες | τα | ίσαλα |
| γενική | των | ίσαλων | των | ίσαλων | των | ίσαλων |
| αιτιατική | τους | ίσαλους | τις | ίσαλες | τα | ίσαλα |
| κλητική | ίσαλοι | ίσαλες | ίσαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.sa.los/
Επίθετο
ίσαλος, -ος/-η, -ο
Μεταφράσεις
ίσαλος
|
|
Αναφορές
- ίσαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.