ένυδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ένυδρος | η | ένυδρη | το | ένυδρο |
| γενική | του | ένυδρου | της | ένυδρης | του | ένυδρου |
| αιτιατική | τον | ένυδρο | την | ένυδρη | το | ένυδρο |
| κλητική | ένυδρε | ένυδρη | ένυδρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ένυδροι | οι | ένυδρες | τα | ένυδρα |
| γενική | των | ένυδρων | των | ένυδρων | των | ένυδρων |
| αιτιατική | τους | ένυδρους | τις | ένυδρες | τα | ένυδρα |
| κλητική | ένυδροι | ένυδρες | ένυδρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ένυδρος < αρχαία ελληνική ἔνυδρος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ύδωρ
Μεταφράσεις
ένυδρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.