εβενόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εβενόξυλο τα εβενόξυλα
      γενική του εβενόξυλου των εβενόξυλων
    αιτιατική το εβενόξυλο τα εβενόξυλα
     κλητική εβενόξυλο εβενόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εβενόξυλο < έβενος + -ο- + ξύλο

Προφορά

ΔΦΑ : /e.veˈno.ksi.lo/

Ουσιαστικό

εβενόξυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.