εβενουργική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εβενουργική | ||
| γενική | της | εβενουργικής | ||
| αιτιατική | την | εβενουργική | ||
| κλητική | εβενουργική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εβενουργική < εβενουργός < έβενος + -ουργός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ve.nuɾ.ʝiˈci/
Μεταφράσεις
εβενουργική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.