άφτερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφτερος η άφτερη το άφτερο
      γενική του άφτερου της άφτερης του άφτερου
    αιτιατική τον άφτερο την άφτερη το άφτερο
     κλητική άφτερε άφτερη άφτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφτεροι οι άφτερες τα άφτερα
      γενική των άφτερων των άφτερων των άφτερων
    αιτιατική τους άφτερους τις άφτερες τα άφτερα
     κλητική άφτεροι άφτερες άφτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άφτερος < άπτερος με τροπή [pt] > [ft]. Δείτε τη μεσαιωνική ἀφτερούγωτος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.fte.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άφτερος

Επίθετο

άφτερος, -η, -ο

Συγγενικά

  • ανάφτερος

 και δείτε τη λέξη φτερό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.