άφτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άφτερος | η | άφτερη | το | άφτερο |
| γενική | του | άφτερου | της | άφτερης | του | άφτερου |
| αιτιατική | τον | άφτερο | την | άφτερη | το | άφτερο |
| κλητική | άφτερε | άφτερη | άφτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άφτεροι | οι | άφτερες | τα | άφτερα |
| γενική | των | άφτερων | των | άφτερων | των | άφτερων |
| αιτιατική | τους | άφτερους | τις | άφτερες | τα | άφτερα |
| κλητική | άφτεροι | άφτερες | άφτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άφτερος < άπτερος με τροπή [pt] > [ft]. Δείτε τη μεσαιωνική ἀφτερούγωτος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.fte.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐φτε‐ρος
Μεταφράσεις
άφτερος
|
Πηγές
- άφτερος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.