άσ' τον
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈas‿ton/
Έκφραση
άσ' τον! (πληθυντικός: άστε τον, αφήστε τον)
- (μεταφορικά)
- (κυριολεκτικά) τοποθέτησέ τον κάτω, άφησέ τον κάτω (όπως στο έδαφος, στο πάτωμα)
- άστον
Εκφράσεις
- → δείτε τον όρο άσε
Πηγές
- άσε, άσ' - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφήνω, άστον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.