άστε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ste/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άστε
τονικό παρώνυμο: αστέ

Ρηματικός τύπος

άστε

Εκφράσεις

  • άστε τα (ενικός: άσ' τα άστα)
  •  δείτε τον ενικό της προστακτικής άσε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.