άστε
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ste/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐στε
- τονικό παρώνυμο: αστέ
Ρηματικός τύπος
άστε
- άλλη μορφή του αφήστε: β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής αορίστου του αφήνω
- ↪ Άστε με επιτέλους, με έχετε ζαλίσει όλοι! Αφήστε με να μιλήσω.
- ↪ Άστε τα θεία μου, πού να σας τα λέω! Χώρισε η κόρη μου. (πληθυντικός ευγενείας, προς ένα πρόσωπο)
Εκφράσεις
- άστε τα (ενικός: άσ' τα άστα)
- → δείτε τον ενικό της προστακτικής άσε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.