άσαρκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσαρκος η άσαρκη το άσαρκο
      γενική του άσαρκου της άσαρκης του άσαρκου
    αιτιατική τον άσαρκο την άσαρκη το άσαρκο
     κλητική άσαρκε άσαρκη άσαρκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσαρκοι οι άσαρκες τα άσαρκα
      γενική των άσαρκων των άσαρκων των άσαρκων
    αιτιατική τους άσαρκους τις άσαρκες τα άσαρκα
     κλητική άσαρκοι άσαρκες άσαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

άσαρκος, -η, -ο

  • αυτός που δεν έχει αρκετή σάρκα, ο κοκαλιάρης, ο λιπόσαρκος
    αφού ο ναυαγός δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα στο νησί, έμεινε άσαρκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.