άμνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άμνιο | τα | άμνια |
| γενική | του | αμνίου & άμνιου |
των | αμνίων |
| αιτιατική | το | άμνιο | τα | άμνια |
| κλητική | άμνιο | άμνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άμνιο < αρχαία ελληνική ἄμνιον
Συγγενικά
Μεταφράσεις
άμνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.