άμβλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άμβλωμα | τα | αμβλώματα |
| γενική | του | αμβλώματος | των | αμβλωμάτων |
| αιτιατική | το | άμβλωμα | τα | αμβλώματα |
| κλητική | άμβλωμα | αμβλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άμβλωμα < ελληνιστική κοινή ἄμβλωμα < αρχαία ελληνική ἀμβλύς
Μεταφράσεις
άμβλωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.