άκλαδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκλαδος η άκλαδη το άκλαδο
      γενική του άκλαδου της άκλαδης του άκλαδου
    αιτιατική τον άκλαδο την άκλαδη το άκλαδο
     κλητική άκλαδε άκλαδη άκλαδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκλαδοι οι άκλαδες τα άκλαδα
      γενική των άκλαδων των άκλαδων των άκλαδων
    αιτιατική τους άκλαδους τις άκλαδες τα άκλαδα
     κλητική άκλαδοι άκλαδες άκλαδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκλαδος < μεσαιωνική ελληνική ἄκλαδος[1]

Επίθετο

άκλαδος

  1. που δεν έχει κλαδιά
  2. (ιδιωματικό) ακλάδευτος

Πηγές

Μεταφράσεις

  1. άκλαδος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.