άγνεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγνεστος η άγνεστη το άγνεστο
      γενική του άγνεστου της άγνεστης του άγνεστου
    αιτιατική τον άγνεστο την άγνεστη το άγνεστο
     κλητική άγνεστε άγνεστη άγνεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγνεστοι οι άγνεστες τα άγνεστα
      γενική των άγνεστων των άγνεστων των άγνεστων
    αιτιατική τους άγνεστους τις άγνεστες τα άγνεστα
     κλητική άγνεστοι άγνεστες άγνεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγνεστος < α- + γνέθω + -τος

Επίθετο

άγνεστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.