άγιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγιασμα τα αγιάσματα
      γενική του αγιάσματος των αγιασμάτων
    αιτιατική το άγιασμα τα αγιάσματα
     κλητική άγιασμα αγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άγιασμα < αρχαία ελληνική ἁγίασμα < ἁγιάζω

Ουσιαστικό

άγιασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.