Ψαχνιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ψαχνιώτισσα οι Ψαχνιώτισσες
      γενική της Ψαχνιώτισσας των Ψαχνιωτισσών
    αιτιατική την Ψαχνιώτισσα τις Ψαχνιώτισσες
     κλητική Ψαχνιώτισσα Ψαχνιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ψαχνιώτισσα < Ψαχνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /psaˈxɲo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαχνιώτισσα

Κύριο όνομα

Ψαχνιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ψαχνιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.