Ψαχνά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ψαχνά | ||
| γενική | των | Ψαχνών | ||
| αιτιατική | τα | Ψαχνά | ||
| κλητική | Ψαχνά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η κεντρική πλατεία των Ψαχνών
Ετυμολογία
- Ψαχνά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψαχνός στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική σαχνός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaˈxna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐χνά
Συγγενικά
- Ψαχνιώτης, ψαχνιώτης
- Ψαχνιώτισσα, ψαχνιώτισσα
- ψαχνιώτικος
-
Ψαχνά στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Παπακωνσταντίνου, Λέων (1972). Η Ευβοϊκή Μεσσαπία - Χώρος, Κάτοικοι, Αγώνες, Πολιτισμός. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 40.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.