Ψάθα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ψάθα | οι | Ψάθες |
| γενική | της | Ψάθας | των | Ψαθών |
| αιτιατική | την | Ψάθα | τις | Ψάθες |
| κλητική | Ψάθα | Ψάθες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ψάθα < ψάθα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpsa.θa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψά‐θα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.