Αρκαδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρκαδία οι Αρκαδίες
      γενική της Αρκαδίας των Αρκαδιών
    αιτιατική την Αρκαδία τις Αρκαδίες
     κλητική Αρκαδία Αρκαδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση της Αρκαδίας στον χάρτη της Ελλάδας

Ετυμολογία

Αρκαδία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Αρκαδία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. νομός και ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου
  3. (θέατρο) βρετανικό θεατρικό έργο του Tom Stoppard

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.