Φυλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Φυλή
      γενική της Φυλής
    αιτιατική τη Φυλή
     κλητική Φυλή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Φυλή

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈli/
ομόηχο: φιλί
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φυλή

Κύριο όνομα

Φυλή θηλυκό

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  2. οικισμός της Αττικής
     συνώνυμα: Χασιά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φυλή
      γενική τῆς Φυλῆς
      δοτική τῇ Φυλ
    αιτιατική τὴν Φυλήν
     κλητική ! Φυλή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φυλή < φυλή

Κύριο όνομα

Φυλή θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.