Χαλιμά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χαλιμά | ||
| γενική | της | Χαλιμάς | ||
| αιτιατική | τη | Χαλιμά | ||
| κλητική | Χαλιμά | |||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.liˈma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐λι‐μά
Εκφράσεις
Αναφορές
- Χαλιμά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.