Φύτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φύτος | οι | Φύτοι |
| γενική | του | Φύτου | των | Φύτων |
| αιτιατική | τον | Φύτο | τους | Φύτους |
| κλητική | Φύτε | Φύτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φύτος < Νεόφυτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φύ‐τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.