Φυτόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φυτόπουλος | οι | Φυτόπουλοι & Φυτοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Φυτόπουλου & Φυτοπούλου |
των | Φυτόπουλων2 & Φυτοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Φυτόπουλο | τους | Φυτόπουλους3 & Φυτοπουλαίους |
| κλητική | Φυτόπουλε | Φυτόπουλοι & Φυτοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Φυτοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Φυτοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈto.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φυ‐τό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Fytopoulos, Fitopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.