Φίλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Φίλος | οι | Φίλοι |
| γενική | του | Φίλου | των | Φίλων |
| αιτιατική | τον | Φίλο | τους | Φίλους |
| κλητική | Φίλε & Φίλο |
Φίλοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φίλος < φίλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Φίλος < φίλος
Πηγές
- Φίλος - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.