ΦΠΑ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΦΠΑ < αρχικά γράμματα για το Φόρος Προστιθέμενης Αξίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.piˈa/
- ⓘ
Συντομομορφή
Φ.Π.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (οικονομία) έμμεσος φόρος που επιβαρύνει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες
Μεταφράσεις
ΦΠΑ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.