Τσερκέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσερκέζος | οι | Τσερκέζοι |
| γενική | του | Τσερκέζου | των | Τσερκέζων |
| αιτιατική | τον | Τσερκέζο | τους | Τσερκέζους |
| κλητική | Τσερκέζο | Τσερκέζοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡seɾˈce.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσερ‐κέ‐ζος
Ετυμολογία 1
- Τσερκέζος < τουρκική Çerkez < οθωμανική τουρκική چركس (çerkes) < ρωσική черкес (čerkés)
Συγγενικά
- Τσερκέζος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Τσερκέζος
|
|
Συγγενικά
- Κερκέζος (επώνυμο)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Церкезос
- λατινικοί χαρακτήρες: Tserkezos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.