Κιρκάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κιρκάσιος | οι | Κιρκάσιοι |
| γενική | του | Κιρκάσιου | των | Κιρκάσιων |
| αιτιατική | τον | Κιρκάσιο | τους | Κιρκάσιους |
| κλητική | Κιρκάσιε | Κιρκάσιοι | ||
| Παλιότερες γενικές πτώσεις Κιρκασίου, Κιρκασίων | ||||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciɾˈka.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κιρ‐κά‐σι‐ος
- παρώνυμα: κιρκάνιος, κιρκάδιος
Κύριο όνομα
Κιρκάσιος αρσενικό
Αναφορές
- σελ. 545, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- Κιρκασία, Κιρκάσιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.