Τσάτσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσάτσος | οι | Τσάτσοι |
| γενική | του | Τσάτσου | των | Τσάτσων |
| αιτιατική | τον | Τσάτσο | τους | Τσάτσους |
| κλητική | Τσάτσο | Τσάτσοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσάτσος < παρωνύμιο τσάτσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσά‐τσος
-
Τσάτσος στη Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Цацос
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsatsos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.