Τσάτσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσάτσος οι Τσάτσοι
      γενική του Τσάτσου των Τσάτσων
    αιτιατική τον Τσάτσο τους Τσάτσους
     κλητική Τσάτσο Τσάτσοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσάτσος < παρωνύμιο τσάτσος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡sa.t͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσάτσος

Κύριο όνομα

Τσάτσος αρσενικό (θηλυκό Τσάτσου)

Μεταγραφές

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.