Τσάτσου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Τσάτσου < γενική ενικού του αρσενικού Τσάτσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.t͡su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσά‐τσου
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Цацу
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsatsou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.